- ναρκισσίτης
- ναρκισσίτης, ὁ (Α)(για λίθο) όμοιος με τον νάρκισσο στο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκισσος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. λυχν-ίτης, πυρ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναρκισσίτην — ναρκισσίτης like the narcissus masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)